- δοριάλωτος
- -η, -ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, -ονΑ και δουριάλωτος, -ον)1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα)αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοριάλωτος — captive of the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριάλωτος — η, ο αυτός που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοριαλώτω — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut nom/voc/acc dual δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουριάλωτον — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc sg (ionic) δοριάλωτος captive of the spear neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτοις — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτου — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτους — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτων — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριαλώτῳ — δοριάλωτος captive of the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)